κέτσαπ

κέτσαπ
το
πολτοποιημένη πικάντικη σάλτσα ντομάτας με διάφορα καρυκεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ketchup < μαλαϊκό kĕchup (πικάντικη σάλτσα για το ψάρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”